- σπιθαμή
- η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.)2. (για χρόνο) μικρή, σύντομη διάρκεια («σπιθαμή τοῡ βίου», Διογ. Λαέρ.)νεοελλ.φρ. α) «σπιθαμή προς σπιθαμή» — σε μικρά, διαδοχικά διαστήματαβ) «μιας σπιθαμής άνθρωπος»i) παιδίii) άνθρωπος πολύ κοντός.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη ρίζα τών τ. σπίδιος, σπιδόθεν κ.λπ. με οδοντική παρέκταση -dh- και κατάλ. -α-μη, πρβλ. παλ-ά-μη, πυγ-μή (βλ. λ. σπιδής)].
Dictionary of Greek. 2013.